αιριάρης

αιριάρης
ο
1. κόσκινο κατάλληλο για το ξεχώρισμα τού σιταριού από την αίρα
2. ως επίθ. αιριάρης, -a, -ικο, αυτός που περιέχει αίρα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα.
ΠΑΡ. αιριαρίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιριαρίζω — [αιριάρης] περνώ από τον αιριάρη*, κοσκινίζω …   Dictionary of Greek

  • αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”